- ἀνθρακιάν
- ἀνθρακιά̱ν , ἀνθρακιάburning charcoalfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀνθρακίαν — Ἀνθρακίᾱν , Ἀνθρακίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακίαν — ἀνθρακίᾱν , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀνθρακίας burnt to a cinder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTHRAX — Graece Α῎νθραξ, nomen ardentium gemmarum quarum principatum obtinet, qui Anthrax proprie dictus est. Strabo l. 15. de India, Φέρει δὲ καὶ λιθίαν ἡ χῶρα πολυτελῆ κρυςτάλλων, καὶ ἀνθράκων παντοίων, ἔτι δὲ καὶ μαργαριτῶν: ubi nomine κρυςτάλλων,… … Hofmann J. Lexicon universale
ιπνώ — ἰπνῶ, όω (Α) [ιπνός] 1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῡν τε σώματα», Πίνδ.) 2. παθ. μτφ. ἰπνοῡμαι, όομαι πιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος] πιεζόμενος κάτω από τα… … Dictionary of Greek
τεφρώ — όω, Α [τέφρα] 1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα 2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ) 3. παθ. τεφροῡμαι, όομαι καλύπτομαι από τέφρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσας… … Dictionary of Greek